εξανέψιοι

εξανέψιοι
ἐξανέψιοι και ἐξανεψιοί, θηλ. ἐξανέψιαι και ἐξανεψιαί (Α) [ανεψιοί]
εξανεψιός, ο και θηλ. εξανεψιά, η (Μ)
τα παιδιά τών ανιψιών, δηλαδή τών πρώτων εξαδέλφων, οι δεύτεροι εξάδελφοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐξανέψιοι — children of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξανεψίοις — ἐξανέψιοι children of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”